- σλοβάκικος
- η , ο , σλοβάκικός, ή , ό[ν] словацкий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σλοβακικός — ή, ό, Ν [Σλοβάκος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σλοβακία ή στους Σλοβάκους 2. φρ. «σλοβακική γλώσσα» γλωσσ. δυτικοσλαβική γλώσσα που σχετίζεται στενά με την τσεχική, την πολωνική και τη σοραβική και η οποία χρησιμοποιεί τη λατινική γραφή … Dictionary of Greek